Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρόνυχος
ἀκρόνυχος2
ἀκροξιφίς
ἀκρόουλος
ἀκροπαγής
ἀκρόπαστος
ἀκροπαχής
ἀκροπενθής
ἀκρόπηλος
ἄκροπις
ἀκρόπλοος
ἀκροποδητί
ἀκροπολεύω
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκροπόρφυρος
ἀκροποσθία
ἀκροπότης
ἀκρόπους
ἀκρόπρῳρον
View word page
ἀκρόπλοος
swimming at the top, skimming the surface

ShortDef

swimming at the top, skimming the surface

Debugging

Headword:
ἀκρόπλοος
Headword (normalized):
ἀκρόπλοος
Headword (normalized/stripped):
ακροπλοος
IDX:
3180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3181
Key:

Data

{'content': 'swimming at the top, skimming the surface'}