Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξορκισμός
ἐξορκιστής
ἔξορκος
ἐξορκόω
ἐξόρκωσις
ἐξορμάω
ἐξορμενίζω
ἐξορμέω
ἐξορμή
ἐξόρμησις
ἐξορμητικός
ἐξορμίζω
ἐξορμιστόν
ἔξορμος
ἐξόρνυμι
ἐξοροθύνω
ἐξορούω
ἐξορύσσω
ἐξορχέομαι
ἐξοσιόω
ἐξοστεΐζω
View word page
ἐξορμητικός
stimulating

ShortDef

stimulating

Debugging

Headword:
ἐξορμητικός
Headword (normalized):
ἐξορμητικός
Headword (normalized/stripped):
εξορμητικος
IDX:
31804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31805
Key:

Data

{'content': 'stimulating'}