Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔξομπλον
ἐξόμφαλος
ἐξονειδίζω
ἐξονειδισμός
ἐξονειδιστικός
ἐξονειρωκτικός
ἐξονομάζω
ἐξονομαίνω
ἐξονομακλήδην
ἐξονοτάζω
ἐξονυχίζω
ἐξοξύνομαι
ἐξοπίζω
ἐξόπιθε
ἐξόπιθεν
ἐξόπισθεν
ἐξοπισθίως
ἐξοπίσω
ἐξοπλασία
ἐξοπλίζω
ἐξοπλισία
View word page
ἐξονυχίζω
try

ShortDef

try

Debugging

Headword:
ἐξονυχίζω
Headword (normalized):
ἐξονυχίζω
Headword (normalized/stripped):
εξονυχιζω
IDX:
31763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31764
Key:

Data

{'content': 'try'}