Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξομολόγησις
ἐξομολογητικός
ἐξομόργνυμι
ἐξόμορξις
ἐξομπλάριον
ἔξομπλον
ἐξόμφαλος
ἐξονειδίζω
ἐξονειδισμός
ἐξονειδιστικός
ἐξονειρωκτικός
ἐξονομάζω
ἐξονομαίνω
ἐξονομακλήδην
ἐξονοτάζω
ἐξονυχίζω
ἐξοξύνομαι
ἐξοπίζω
ἐξόπιθε
ἐξόπιθεν
ἐξόπισθεν
View word page
ἐξονειρωκτικός
subject to effusions during sleep

ShortDef

subject to effusions during sleep

Debugging

Headword:
ἐξονειρωκτικός
Headword (normalized):
ἐξονειρωκτικός
Headword (normalized/stripped):
εξονειρωκτικος
IDX:
31758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31759
Key:

Data

{'content': 'subject to effusions during sleep'}