Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξολκή
ἐξόλλυμι
ἐξολολύζω
ἐξομαλίζω
ἐξομβρέω
ἐξομβριστήριον
ἐξομήρευσις
ἐξομηρεύω
ἐξομιλέω
ἐξόμιλος
ἐξομματόω
ἐξομμάτωσις
ἐξόμνυμι
ἐξομοιόω
ἐξομοίωσις
ἐξομοιωτικός
ἐξομολογέομαι
ἐξομολόγησις
ἐξομολογητικός
ἐξομόργνυμι
ἐξόμορξις
View word page
ἐξομματόω
to open the eyes of

ShortDef

to open the eyes of

Debugging

Headword:
ἐξομματόω
Headword (normalized):
ἐξομματόω
Headword (normalized/stripped):
εξομματοω
IDX:
31741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31742
Key:

Data

{'content': 'to open the eyes of'}