Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξοιστικός
ἐξοιστός
ἐξοιστράω
ἐξοιστρηλατέομαι
ἐξοιχνέω
ἐξοίχομαι
ἐξοιωνίζομαι
ἐξοκέλλω
ἐξολέθρευμα
ἐξολέθρευσις
ἐξολεθρευτικός
ἐξολεθρεύω
ἐξολιγωρέω
ἐξολισθάνω
ἐξολκή
ἐξόλλυμι
ἐξολολύζω
ἐξομαλίζω
ἐξομβρέω
ἐξομβριστήριον
ἐξομήρευσις
View word page
ἐξολεθρευτικός
destructive
ShortDef
destructive
Debugging
Headword:
ἐξολεθρευτικός
Headword (normalized):
ἐξολεθρευτικός
Headword (normalized/stripped):
εξολεθρευτικος
IDX:
31727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31728
Key:
Data
{'content': 'destructive'}