Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρομφάλιον
ἄκρον
Ἀκρόνεως
ἀκρονιφής
ἀκρονυγῶς
ἀκρόνυκτος
ἄκρονυξ
ἀκρονυχί
ἀκρονυχία
ἀκρόνυχος
ἀκρόνυχος2
ἀκροξιφίς
ἀκρόουλος
ἀκροπαγής
ἀκρόπαστος
ἀκροπαχής
ἀκροπενθής
ἀκρόπηλος
ἄκροπις
ἀκρόπλοος
ἀκροποδητί
View word page
ἀκρόνυχος2
with nails, claws, hooves

ShortDef

at night-fall
with nails, claws, hooves

Debugging

Headword:
ἀκρόνυχος2
Headword (normalized):
ἀκρόνυχος
Headword (normalized/stripped):
ακρονυχος2
IDX:
3171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3172
Key:

Data

{'content': 'with nails, claws, hooves'}