Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξογκόω
ἐξόγκωμα
ἐξόγκωσις
ἐξοδάω
ἐξοδεία
ἐξοδεύω
ἐξοδία
ἐξοδιάζω
ἐξοδιάριος
ἐξοδιασμός
ἐξοδιαστής
ἐξοδικός
ἐξόδιος
ἐξοδοιπορέω
ἐξοδοντίζομαι
ἔξοδος
ἔξοδος2
ἐξοδυνάω
ἐξόζω
ἔξοθεν
ἐξόθεν
View word page
ἐξοδιαστής
spendthrift
ShortDef
spendthrift
Debugging
Headword:
ἐξοδιαστής
Headword (normalized):
ἐξοδιαστής
Headword (normalized/stripped):
εξοδιαστης
IDX:
31679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31680
Key:
Data
{'content': 'spendthrift'}