Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξκαιδέκατος
ἑξκαιπεντηκονταπλάσιος
ἑξκαιτεσσαρακοντάμετρος
ἑξμέδιμνος
ἐξογκέω
ἔξογκος
ἐξογκόω
ἐξόγκωμα
ἐξόγκωσις
ἐξοδάω
ἐξοδεία
ἐξοδεύω
ἐξοδία
ἐξοδιάζω
ἐξοδιάριος
ἐξοδιασμός
ἐξοδιαστής
ἐξοδικός
ἐξόδιος
ἐξοδοιπορέω
ἐξοδοντίζομαι
View word page
ἐξοδεία
expedition

ShortDef

expedition

Debugging

Headword:
ἐξοδεία
Headword (normalized):
ἐξοδεία
Headword (normalized/stripped):
εξοδεια
IDX:
31673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31674
Key:

Data

{'content': 'expedition'}