Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξκαιδεκάεδρος
ἑξκαιδεκάκροτος
ἑξκαιδέκατος
ἑξκαιπεντηκονταπλάσιος
ἑξκαιτεσσαρακοντάμετρος
ἑξμέδιμνος
ἐξογκέω
ἔξογκος
ἐξογκόω
ἐξόγκωμα
ἐξόγκωσις
ἐξοδάω
ἐξοδεία
ἐξοδεύω
ἐξοδία
ἐξοδιάζω
ἐξοδιάριος
ἐξοδιασμός
ἐξοδιαστής
ἐξοδικός
ἐξόδιος
View word page
ἐξόγκωσις
raising, elevation

ShortDef

raising, elevation

Debugging

Headword:
ἐξόγκωσις
Headword (normalized):
ἐξόγκωσις
Headword (normalized/stripped):
εξογκωσις
IDX:
31671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31672
Key:

Data

{'content': 'raising, elevation'}