Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρολυτέω
ἀκρόμαλλος
ἀκρομανής
ἀκρομάσθιον
ἀκρομέλας
ἀκρομόλιβδος
ἀκρομόλυβδος
ἀκρομφάλιον
ἄκρον
Ἀκρόνεως
ἀκρονιφής
ἀκρονυγῶς
ἀκρόνυκτος
ἄκρονυξ
ἀκρονυχί
ἀκρονυχία
ἀκρόνυχος
ἀκρόνυχος2
ἀκροξιφίς
ἀκρόουλος
ἀκροπαγής
View word page
ἀκρονιφής
snow-capped

ShortDef

snow-capped

Debugging

Headword:
ἀκρονιφής
Headword (normalized):
ἀκρονιφής
Headword (normalized/stripped):
ακρονιφης
IDX:
3164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3165
Key:

Data

{'content': 'snow-capped'}