Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξικανόω
ἐξικάνω
ἐξικετεύω
ἐξικμάζω
ἐξίκμασις
ἐξικμαστέος
ἐξικμαστικός
ἐξικνέομαι
ἐξιλαρόω
ἐξίλασις
ἐξιλάσκομαι
ἐξίλασμα
ἐξιλαστήριος
ἐξιλεόω
ἐξιλεωτός
ἐξινιάζω
ἐξινόω
ἐξιονθίζω
ἐξιόω
ἐξιπόω
ἐξιππάζομαι
View word page
ἐξιλάσκομαι
to propitiate
ShortDef
to propitiate
Debugging
Headword:
ἐξιλάσκομαι
Headword (normalized):
ἐξιλάσκομαι
Headword (normalized/stripped):
εξιλασκομαι
IDX:
31615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31616
Key:
Data
{'content': 'to propitiate'}