Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρολογέω
ἀκρολοφία
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρόμαλλος
ἀκρομανής
ἀκρομάσθιον
ἀκρομέλας
ἀκρομόλιβδος
ἀκρομόλυβδος
ἀκρομφάλιον
ἄκρον
Ἀκρόνεως
ἀκρονιφής
ἀκρονυγῶς
ἀκρόνυκτος
ἄκρονυξ
ἀκρονυχί
ἀκρονυχία
ἀκρόνυχος
View word page
ἀκρομόλυβδος
leaded at edge
ShortDef
leaded at edge
Debugging
Headword:
ἀκρομόλυβδος
Headword (normalized):
ἀκρομόλυβδος
Headword (normalized/stripped):
ακρομολυβδος
IDX:
3160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3161
Key:
Data
{'content': 'leaded at edge'}