Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξιδιοποιέομαι
ἐξιδιοποίησις
ἐξιδίω
ἐξιδρόω
ἐξιδρύω
ἐξίδρωσις
ἐξιεριστεύω
ἐξιερόω
ἐξίημι
ἐξιθύνω
ἐξικανόω
ἐξικάνω
ἐξικετεύω
ἐξικμάζω
ἐξίκμασις
ἐξικμαστέος
ἐξικμαστικός
ἐξικνέομαι
ἐξιλαρόω
ἐξίλασις
ἐξιλάσκομαι
View word page
ἐξικανόω
suffice

ShortDef

suffice

Debugging

Headword:
ἐξικανόω
Headword (normalized):
ἐξικανόω
Headword (normalized/stripped):
εξικανοω
IDX:
31605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31606
Key:

Data

{'content': 'suffice'}