Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
ἐξιδιόομαι
ἐξιδιοποιέομαι
ἐξιδιοποίησις
ἐξιδίω
ἐξιδρόω
ἐξιδρύω
ἐξίδρωσις
ἐξιεριστεύω
ἐξιερόω
ἐξίημι
ἐξιθύνω
ἐξικανόω
ἐξικάνω
ἐξικετεύω
ἐξικμάζω
ἐξίκμασις
ἐξικμαστέος
ἐξικμαστικός
ἐξικνέομαι
View word page
ἐξιερόω
consecrate
ShortDef
consecrate
Debugging
Headword:
ἐξιερόω
Headword (normalized):
ἐξιερόω
Headword (normalized/stripped):
εξιεροω
IDX:
31602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31603
Key:
Data
{'content': 'consecrate'}