Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξιατέον
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
ἐξιδιόομαι
ἐξιδιοποιέομαι
ἐξιδιοποίησις
ἐξιδίω
ἐξιδρόω
ἐξιδρύω
ἐξίδρωσις
ἐξιεριστεύω
ἐξιερόω
ἐξίημι
ἐξιθύνω
ἐξικανόω
ἐξικάνω
ἐξικετεύω
ἐξικμάζω
ἐξίκμασις
ἐξικμαστέος
ἐξικμαστικός
View word page
ἐξιεριστεύω
vacate a priesthood

ShortDef

vacate a priesthood

Debugging

Headword:
ἐξιεριστεύω
Headword (normalized):
ἐξιεριστεύω
Headword (normalized/stripped):
εξιεριστευω
IDX:
31601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31602
Key:

Data

{'content': 'vacate a priesthood'}