Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρολίπαρος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφία
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρόμαλλος
ἀκρομανής
ἀκρομάσθιον
ἀκρομέλας
ἀκρομόλιβδος
ἀκρομόλυβδος
ἀκρομφάλιον
ἄκρον
Ἀκρόνεως
ἀκρονιφής
ἀκρονυγῶς
ἀκρόνυκτος
ἄκρονυξ
ἀκρονυχί
ἀκρονυχία
View word page
ἀκρομόλιβδος
leaded at the edge

ShortDef

leaded at the edge

Debugging

Headword:
ἀκρομόλιβδος
Headword (normalized):
ἀκρομόλιβδος
Headword (normalized/stripped):
ακρομολιβδος
IDX:
3159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3160
Key:

Data

{'content': 'leaded at the edge'}