Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγάστωρ
ἀγασυλλίς
ἀγάσυρτος
Ἀγαύη
Ἀγαυή
Ἀγαυός
ἀγαυός
ἀγαυρίαμα
ἀγαυριάομαι
ἀγαυρός
ἀγάφθεγκτος
ἄγγαρα
ἀγγαρεία
ἀγγαρευτής
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊον
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
View word page
ἀγάφθεγκτος
loud-sounding
ShortDef
loud-sounding
Debugging
Headword:
ἀγάφθεγκτος
Headword (normalized):
ἀγάφθεγκτος
Headword (normalized/stripped):
αγαφθεγκτος
IDX:
315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-316
Key:
Data
{'content': 'loud-sounding'}