Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
ἐξιάομαι
ἐξιατέον
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
ἐξιδιόομαι
ἐξιδιοποιέομαι
ἐξιδιοποίησις
ἐξιδίω
ἐξιδρόω
ἐξιδρύω
ἐξίδρωσις
ἐξιεριστεύω
ἐξιερόω
View word page
ἐξιδιάζομαι
appropriate to oneself

ShortDef

appropriate to oneself

Debugging

Headword:
ἐξιδιάζομαι
Headword (normalized):
ἐξιδιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
εξιδιαζομαι
IDX:
31592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31593
Key:

Data

{'content': 'appropriate to oneself'}