Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
ἐξιάομαι
ἐξιατέον
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
ἐξιδιόομαι
ἐξιδιοποιέομαι
ἐξιδιοποίησις
ἐξιδίω
ἐξιδρόω
ἐξιδρύω
ἐξίδρωσις
View word page
ἐξιάομαι
to cure thoroughly

ShortDef

to cure thoroughly

Debugging

Headword:
ἐξιάομαι
Headword (normalized):
ἐξιάομαι
Headword (normalized/stripped):
εξιαομαι
IDX:
31590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31591
Key:

Data

{'content': 'to cure thoroughly'}