Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
ἐξιάομαι
ἐξιατέον
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
ἐξιδιόομαι
ἐξιδιοποιέομαι
View word page
ἐξηχευη
stupes
ShortDef
stupes
Debugging
Headword:
ἐξηχευη
Headword (normalized):
ἐξηχευη
Headword (normalized/stripped):
εξηχευη
IDX:
31585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31586
Key:
Data
{'content': 'stupes'}