Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
ἐξιάομαι
ἐξιατέον
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
ἐξιδιόομαι
View word page
ἐξηττημένη
sifted

ShortDef

sifted

Debugging

Headword:
ἐξηττημένη
Headword (normalized):
ἐξηττημένη
Headword (normalized/stripped):
εξηττημενη
IDX:
31584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31585
Key:

Data

{'content': 'sifted'}