Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
ἐξιάομαι
ἐξιατέον
ἐξιδιάζομαι
ἐξιδιασμός
View word page
ἐξητριάζω
filter
ShortDef
filter
Debugging
Headword:
ἐξητριάζω
Headword (normalized):
ἐξητριάζω
Headword (normalized/stripped):
εξητριαζω
IDX:
31583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31584
Key:
Data
{'content': 'filter'}