Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
ἐξιάομαι
ἐξιατέον
ἐξιδιάζομαι
View word page
ἐξητασμένως
after full investigation, deliberately

ShortDef

after full investigation, deliberately

Debugging

Headword:
ἐξητασμένως
Headword (normalized):
ἐξητασμένως
Headword (normalized/stripped):
εξητασμενως
IDX:
31582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31583
Key:

Data

{'content': 'after full investigation, deliberately'}