Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
ἐξηχία
ἔξηχος
View word page
ἐξῃρημένως
transcendentally

ShortDef

transcendentally

Debugging

Headword:
ἐξῃρημένως
Headword (normalized):
ἐξῃρημένως
Headword (normalized/stripped):
εξηρημενως
IDX:
31579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31580
Key:

Data

{'content': 'transcendentally'}