Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
ἐξήχησις
View word page
ἐξηπλωμένως
fully, diffusely

ShortDef

fully, diffusely

Debugging

Headword:
ἐξηπλωμένως
Headword (normalized):
ἐξηπλωμένως
Headword (normalized/stripped):
εξηπλωμενως
IDX:
31577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31578
Key:

Data

{'content': 'fully, diffusely'}