Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
ἐξηχέω
View word page
ἐξηπιαλόομαι
change into an ἠπίαλος

ShortDef

change into an ἠπίαλος

Debugging

Headword:
ἐξηπιαλόομαι
Headword (normalized):
ἐξηπιαλόομαι
Headword (normalized/stripped):
εξηπιαλοομαι
IDX:
31576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31577
Key:

Data

{'content': 'change into an ἠπίαλος'}