Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
ἐξητριάζω
ἐξηττημένη
ἐξηχευη
View word page
ἐξηπεροπεύω
cheat utterly

ShortDef

cheat utterly

Debugging

Headword:
ἐξηπεροπεύω
Headword (normalized):
ἐξηπεροπεύω
Headword (normalized/stripped):
εξηπεροπευω
IDX:
31575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31576
Key:

Data

{'content': 'cheat utterly'}