Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξητασμένως
View word page
ἐξηνθισμένως
carptim
ShortDef
carptim
Debugging
Headword:
ἐξηνθισμένως
Headword (normalized):
ἐξηνθισμένως
Headword (normalized/stripped):
εξηνθισμενως
IDX:
31572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31573
Key:
Data
{'content': 'carptim'}