Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
ἐξῃρημένως
ἑξήρης
View word page
ἐξημμένως
angrily

ShortDef

angrily

Debugging

Headword:
ἐξημμένως
Headword (normalized):
ἐξημμένως
Headword (normalized/stripped):
εξημμενως
IDX:
31570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31571
Key:

Data

{'content': 'angrily'}