Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
ἐξηπλωμένως
ἑξήρετμος
View word page
ἐξημερόω
to tame

ShortDef

to tame

Debugging

Headword:
ἐξημερόω
Headword (normalized):
ἐξημερόω
Headword (normalized/stripped):
εξημεροω
IDX:
31568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31569
Key:

Data

{'content': 'to tame'}