Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
ἐξηπεροπεύω
ἐξηπιαλόομαι
View word page
ἐξημαρτημένως
wrongly, to no purpose

ShortDef

wrongly, to no purpose

Debugging

Headword:
ἐξημαρτημένως
Headword (normalized):
ἐξημαρτημένως
Headword (normalized/stripped):
εξημαρτημενως
IDX:
31566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31567
Key:

Data

{'content': 'wrongly, to no purpose'}