Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοσταῖος
ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
ἐξήνιος
ἐξηπειρόω
View word page
ἐξήλυσις
a way out, outlet

ShortDef

a way out, outlet

Debugging

Headword:
ἐξήλυσις
Headword (normalized):
ἐξήλυσις
Headword (normalized/stripped):
εξηλυσις
IDX:
31564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31565
Key:

Data

{'content': 'a way out, outlet'}