Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξηκονταστάδιος
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοσταῖος
ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
ἐξημοιβός
ἐξηνθισμένως
View word page
ἐξηλλαγμένως
strangely, unusually

ShortDef

strangely, unusually

Debugging

Headword:
ἐξηλλαγμένως
Headword (normalized):
ἐξηλλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
εξηλλαγμενως
IDX:
31562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31563
Key:

Data

{'content': 'strangely, unusually'}