Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξηκοντάρχιον
ἑξηκοντάς
ἑξηκονταστάδιος
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοσταῖος
ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημμένως
View word page
ἐξηλιάζω
hang in the sun

ShortDef

hang in the sun

Debugging

Headword:
ἐξηλιάζω
Headword (normalized):
ἐξηλιάζω
Headword (normalized/stripped):
εξηλιαζω
IDX:
31560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31561
Key:

Data

{'content': 'hang in the sun'}