Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑξηκοντάρουρος
ἑξηκοντάρχιον
ἑξηκοντάς
ἑξηκονταστάδιος
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοσταῖος
ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
ἑξήμερος
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
View word page
ἐξήλατος
beaten out
ShortDef
beaten out
Debugging
Headword:
ἐξήλατος
Headword (normalized):
ἐξήλατος
Headword (normalized/stripped):
εξηλατος
IDX:
31559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31560
Key:
Data
{'content': 'beaten out'}