Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑξηκονταοκτώ
ἑξηκοντάπηχυς
ἑξηκοντάπους
ἑξηκοντάρουρος
ἑξηκοντάρχιον
ἑξηκοντάς
ἑξηκονταστάδιος
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοσταῖος
ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
ἐξηλιόομαι
ἐξηλλαγμένως
ἐξηλόω
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημαρτημένως
View word page
ἑξηκοστός
sixtieth

ShortDef

sixtieth

Debugging

Headword:
ἑξηκοστός
Headword (normalized):
ἑξηκοστός
Headword (normalized/stripped):
εξηκοστος
IDX:
31556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31557
Key:

Data

{'content': 'sixtieth'}