Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξηκοντάκι
ἑξηκοντάκις
ἑξηκοντάκλινος
ἑξηκοντάλιθος
ἑξηκονταμοιρία
ἑξηκοντάμοιρος
ἑξηκονταοκτώ
ἑξηκοντάπηχυς
ἑξηκοντάπους
ἑξηκοντάρουρος
ἑξηκοντάρχιον
ἑξηκοντάς
ἑξηκονταστάδιος
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοντόργυιος
ἑξηκοσταῖος
ἑξηκοστός
ἑξηκοστοτέταρτος
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξηλιάζω
View word page
ἑξηκοντάρχιον
eyesalve
ShortDef
eyesalve
Debugging
Headword:
ἑξηκοντάρχιον
Headword (normalized):
ἑξηκοντάρχιον
Headword (normalized/stripped):
εξηκονταρχιον
IDX:
31550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31551
Key:
Data
{'content': 'eyesalve'}