Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροκόρυμβοι
ἀκροκυματόω
ἀκροκώλιον
ἀκρόλιθος
ἀκρόλινος
ἀκρολίπαρος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφία
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρόμαλλος
ἀκρομανής
ἀκρομάσθιον
ἀκρομέλας
ἀκρομόλιβδος
ἀκρομόλυβδος
ἀκρομφάλιον
ἄκρον
Ἀκρόνεως
ἀκρονιφής
View word page
ἀκρολυτέω
to untie at the ends

ShortDef

to untie at the ends

Debugging

Headword:
ἀκρολυτέω
Headword (normalized):
ἀκρολυτέω
Headword (normalized/stripped):
ακρολυτεω
IDX:
3154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3155
Key:

Data

{'content': 'to untie at the ends'}