Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀκροκόρινθος
ἀκροκόρυμβοι
ἀκροκυματόω
ἀκροκώλιον
ἀκρόλιθος
ἀκρόλινος
ἀκρολίπαρος
ἀκρολογέω
ἀκρολοφία
ἀκρολοφίτης
ἀκρόλοφος
ἀκρολυτέω
ἀκρόμαλλος
ἀκρομανής
ἀκρομάσθιον
ἀκρομέλας
ἀκρομόλιβδος
ἀκρομόλυβδος
ἀκρομφάλιον
ἄκρον
Ἀκρόνεως
View word page
ἀκρόλοφος
high-crested, peaked

ShortDef

high-crested, peaked

Debugging

Headword:
ἀκρόλοφος
Headword (normalized):
ἀκρόλοφος
Headword (normalized/stripped):
ακρολοφος
IDX:
3153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3154
Key:

Data

{'content': 'high-crested, peaked'}