Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξέψω
ἕξζευξις
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγημα
ἐξηγηματικός
ἐξήγησις
ἐξηγητεία
ἐξηγητέον
ἐξηγητεύω
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἐξηγορία
ἐξηθέω
ἑξηκονθημερισία
ἑξηκονθήμερος
ἑξήκοντα
ἑξηκοντάβιβλος
ἑξηκονταδύο
ἑξηκονταέν
ἑξηκονταέξ
View word page
ἐξηγητής
one who leads on, an adviser

ShortDef

one who leads on, an adviser

Debugging

Headword:
ἐξηγητής
Headword (normalized):
ἐξηγητής
Headword (normalized/stripped):
εξηγητης
IDX:
31527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31528
Key:

Data

{'content': 'one who leads on, an adviser'}