Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
ἐξεχής
ἐξέχω
ἐξέψω
ἕξζευξις
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγημα
ἐξηγηματικός
ἐξήγησις
ἐξηγητεία
ἐξηγητέον
ἐξηγητεύω
View word page
ἐξέχω
to stand out

ShortDef

to stand out

Debugging

Headword:
ἐξέχω
Headword (normalized):
ἐξέχω
Headword (normalized/stripped):
εξεχω
IDX:
31516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31517
Key:

Data

{'content': 'to stand out'}