Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
ἐξεχής
ἐξέχω
ἐξέψω
ἕξζευξις
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγημα
ἐξηγηματικός
ἐξήγησις
ἐξηγητεία
View word page
ἐξεχέγλουτος
with prominent buttocks

ShortDef

with prominent buttocks

Debugging

Headword:
ἐξεχέγλουτος
Headword (normalized):
ἐξεχέγλουτος
Headword (normalized/stripped):
εξεχεγλουτος
IDX:
31514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31515
Key:

Data

{'content': 'with prominent buttocks'}