Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
ἐξεχής
ἐξέχω
ἐξέψω
ἕξζευξις
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
View word page
ἐξευωνίζω
cheapen
ShortDef
cheapen
Debugging
Headword:
ἐξευωνίζω
Headword (normalized):
ἐξευωνίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευωνιζω
IDX:
31510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31511
Key:
Data
{'content': 'cheapen'}