Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
ἐξεχής
ἐξέχω
ἐξέψω
ἕξζευξις
View word page
ἐξευφραίνομαι
to be delighted

ShortDef

to be delighted

Debugging

Headword:
ἐξευφραίνομαι
Headword (normalized):
ἐξευφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εξευφραινομαι
IDX:
31508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31509
Key:

Data

{'content': 'to be delighted'}