Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
ἐξεχής
ἐξέχω
ἐξέψω
View word page
ἐξευτρεπίζω
to make quite ready

ShortDef

to make quite ready

Debugging

Headword:
ἐξευτρεπίζω
Headword (normalized):
ἐξευτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευτρεπιζω
IDX:
31507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31508
Key:

Data

{'content': 'to make quite ready'}