Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
ἐξεχής
View word page
ἐξευτελισμός
disparagement

ShortDef

disparagement

Debugging

Headword:
ἐξευτελισμός
Headword (normalized):
ἐξευτελισμός
Headword (normalized/stripped):
εξευτελισμος
IDX:
31505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31506
Key:

Data

{'content': 'disparagement'}