Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
ἐξεχέγλουτος
View word page
ἐξευτελίζω
to disparage greatly

ShortDef

to disparage greatly

Debugging

Headword:
ἐξευτελίζω
Headword (normalized):
ἐξευτελίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευτελιζω
IDX:
31504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31505
Key:

Data

{'content': 'to disparage greatly'}