Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
ἐξεχέβρογχος
View word page
ἐξευρίσκω
to find out, discover

ShortDef

to find out, discover

Debugging

Headword:
ἐξευρίσκω
Headword (normalized):
ἐξευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
εξευρισκω
IDX:
31503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31504
Key:

Data

{'content': 'to find out, discover'}