Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξευμένισις
ἐξευμενισμός
ἐξευμενιστέον
ἐξευμενιστήριον
ἐξευπορέω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξευρετικός
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτελισμός
ἐξευτελιστής
ἐξευτρεπίζω
ἐξευφραίνομαι
ἐξεύχομαι
ἐξευωνίζω
ἐξέφηβος
ἐξεφίημι
View word page
ἐξεύρημα
a thing found out, an invention

ShortDef

a thing found out, an invention

Debugging

Headword:
ἐξεύρημα
Headword (normalized):
ἐξεύρημα
Headword (normalized/stripped):
εξευρημα
IDX:
31502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-31503
Key:

Data

{'content': 'a thing found out, an invention'}